- διαβαπτίζομαι
- διαβαπτίζομαι (Α)1. αμιλλώμαι σε κολυμβητικό αγώνα2. συναγωνίζομαι κάποιον σε κακολογίες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαβαπτιζόμενος — διαβαπτίζομαι dive for a match pres part mp masc nom sg διαβαπτίζομαι dive for a match pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβαπτισθείη — διαβαπτίζομαι dive for a match aor opt mp 3rd sg διαβαπτίζομαι dive for a match aor opt pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβαπτίζεσθαι — διαβαπτίζομαι dive for a match pres inf mp διαβαπτίζομαι dive for a match pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιαβαπτίζειν — σύν διαβαπτίζομαι dive for a match pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)